(ε)μπροστέλα

(ε)μπροστέλα
(ε)μπροστέλα
η
ποδιά για προφύλαξη των ρούχων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπροστέλα — η ποδιά για τις δουλειές τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τ. ἐμπροστέλα + κατάλ. έλα (πρβλ. καρτ έλα, ροδ έλα). Κατ άλλη άποψη, < σλαβ. pre stela, με παρετυμολ. επίδραση τού εμπρός] …   Dictionary of Greek

  • προστέλα — η, Ν ποδιά για τις δουλειές τού σπιτιού, μπροστέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μπροστέλα (βλ. λ. μπροστέλα)] …   Dictionary of Greek

  • σημικίνθιον — και σιμικίνθιον, τὸ, Α η ποδιά, η μπροστέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. semicinctium «ποδιά, μπροστέλα» < semi (πρβλ. ημι ) + cinctus «ζώνη»] …   Dictionary of Greek

  • περίζωμα — το, ΝΜΑ, και περίζωσμα Α [περιζώννυμι] κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που δένεται πίσω στη μέση και καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος από τη μέση ώς τα γόνατα, η ποδιά, η μπροστέλα νεοελλ. 1. ξύλινη ζώνη κατά μήκος τού πλοίου, δίπλα στην ίσαλο… …   Dictionary of Greek

  • ποδιά — η 1. ύφασμα ραμμένο για προστασία των ρούχων της νοικοκυράς ή του τεχνίτη, αλλ. μπροστέλα: Βάλε την ποδιά σου να μη λερωθείς. 2. παλαιότερα το μπροστινό μέρος του γυναικείου φορέματος: Έκανες χάλια την ποδιά σου. 3. παλαιότερα ειδική στολή των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”